- Γενουάτης
- οο Γενοβέζος*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Γενοβέζος — α, ικο αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τη Γένουα, ο Γενουάτης … Dictionary of Greek
Βετράνο, Λέον — (Leon Vetrano, τέλη 12ου – αρχές 13ου αι.). Γενουάτης πειρατής. Πήρε μέρος στις πειρατικές επιχειρήσεις που οργάνωσε ο πειρατής Γαφόρης στα νησιά και τα παράλια του Αιγαίου (1197) και μετά τη συντριβή του Γαφόρη από τον βυζαντινό αντιναύαρχο… … Dictionary of Greek
Γατελούζοι ή Κατελούζοι — Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος της μεγάλης γενοβέζικης οικογένειας των Γκατιλούζιο (Gattilusio), που ηγεμόνευσε στη Λέσβο και σε άλλα νησιά του Αιγαίου πελάγους, από τα μέσα του 14ου αι. έως το 1462. Κυριότεροι εκπρόσωποί της είναι: 1.… … Dictionary of Greek
Κατάνια, Ντομένικο — (Domenico Catania, 14ος αι.). Γενουάτης ηγεμόνας της Νέας Φώκαιας. Επωφελήθηκε από την παρακμή του Βυζαντίου και έπαψε να πληρώνει φόρο υποτέλειας στον Ανδρόνικο Γ’. Στη συνέχεια, συμμάχησε με τον δούκα της Νάξου Νικόλαο Σανούδο και κατέλαβε… … Dictionary of Greek